- ρουθούνισμα
- το, Ν [ρουθουνίζω]η θορυβώδης αναπνοή με τη μύτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρουθούνισμα — το, ατος και ρουθουνητό, το το να ρουθουνίζει κανείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουθουνητό — και μουσουνητό, το 1. η ενέργεια τού μουθουνίζω, το ξεφύσημα τών ρουθουνιών με κλειστό το στόμα, ρουθούνισμα 2. η ομιλία με τη μύτη, με έρρινη ομιλία, ρινοφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουθουνίζω / μουσουνίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. μουγκρ ητό, ροχαλ ητό)] … Dictionary of Greek
ρουθουνητό — το, Ν το ρουθούνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουθούνι / ρουθουνίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. βογγ ητό)] … Dictionary of Greek
ρωθωνισμός — ο, Ν θορυβώδης αναπνοή με τα ρουθούνια, το ρουθούνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωθωνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κοσμά Οικονόμου] … Dictionary of Greek
ρύζημα — τὸ, Μ [ῥυζῶ] το ρουθούνισμα, το χλιμίντρισμα του αλόγου … Dictionary of Greek
φυσίαμα — τὸ, Α [φυσιῶ] δυνατό φύσημα, ρουθούνισμα … Dictionary of Greek
φυσιασμός — ὁ, Α ρουθούνισμα, ροχάλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιῶ + κατάλ. ασμός (< ρ. σε άζω), πρβλ. σπ ασμός] … Dictionary of Greek